μετέκγονος

μετέκγονος
μετέκγονος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει γεννηθεί από απογόνους, απόγονος
2. στον πληθ. oἱ μετέκγονοι
α) οι εγγονοί
β) οι μεγάλοι σε ηλικία εγγονοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἔκγονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”